- κανναβίσκα
- κανναβ-ίσκα, τά,A hempen shoes, Herod.7.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κανναβίσκα — hempen shoes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναβίσκα — και κανναβίσκα / καναβίσκα και κανναβίσκα, τά (Α) [κάν(ν)αβις] υποδήματα από ίνες κάν(ν)αβης, από καν(ν)αβάτσο … Dictionary of Greek